- παροίτερος
- -έρη, -ον, Α(συγκρ. επίθ. τού πάροιθε)1. αυτός που βρίσκεται μπροστά από κάποιον, ο εμπρόσθιος, ο προηγούμενος («ἄλλοι μοι δοκέουσι παροίτεροι ἔμμεναι ἵπποι», Ομ. Ιλ.)2. (με γεν.) ενώπιον, μπροστά σε κάποιον3. (για χρόνο) ο πρότερος, ο προγενέστερος, ο αρχαιότερος («εἰ χρόνος ἐστὶν ἐμοῑο παροίτερος», Γρηγ. Ναζ.)4. (το ουδ. στον πληθ.) παροίτερααπό παλαιά, ανέκαθεν5. (το υπερθ.) παροίτατος, -άτη, -ονο πρώτος πρώτος, ο προηγούμενος από κάθε άλλον («ἔβαιν' ἐπὶ νῆα παροίτατος», Απολλ. Ρόδ.).επίρρ...παροιτέρω Απιο πέρα, περαιτέρω («παροιτέρω τῶνδε» — πιο πέρα από αυτά, Απολλ. Ρόδ.).[ΕΤΥΜΟΛ. < αμάρτυρη τοπική πτώση *πάροι τού επιρρ. πάρος* «προηγουμένως, πρωτύτερα» (πρβλ. πάροι-θε) + κατάλ. συγκριτ. βαθμού -τερος].
Dictionary of Greek. 2013.